- διευθετώ
- διευθέτησα, διευθετήθηκα, διευθετημένος, ρυθμίζω εκκρεμότητες, τακτοποιώ, εξομαλύνω: Διευθέτησαν τις διαφορές τους εκτός δικαστηρίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διευθετώ — διευθετώ, διευθέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διευθετώ — και διευθετίζω (AM διευθετῶ, έω Μ και διευθετίζω) [ευθετώ] τακτοποιώ, ταξινομώ, συγυρίζω νεοελλ. 1. εξομαλύνω τις υπάρχουσες διαφορές, διακανονίζω 2. (το θηλ. μτχ. ως ουσ.) η διευθετούσα ευθεία που ορίζεται ως γεωμετρικός τόπος σε κωνικές τομές … Dictionary of Greek
διευθετῶ — διευθετέω set in order pres subj act 1st sg (attic epic doric) διευθετέω set in order pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλοθέτω — διευθετώ, τακτοποιώ, συγυρίζω, ευπρεπίζω … Dictionary of Greek
κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… … Dictionary of Greek
προδιατάσσω — Ν, προδιατάσσομαι Α διευθετώ, κανονίζω κάτι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διατάσσω «κανονίζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek
προδιοικώ — έω, Α 1. διευθετώ, ρυθμίζω, τακτοποιώ προηγουμένως κάτι («ἡτοίμαστω δ αὐτοῑς τοῡτο τὸ προβούλευμα καὶ προδιῴκητο», Δημοσθ.) 2. (σχετικά με τροφή) χωνεύω προηγουμένως («σιτία προδιωκημένα», Αντυλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διοικῶ «διευθετώ,… … Dictionary of Greek
προευθετίζω — Α διευθετώ, βάζω σε τάξη προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εὐθετίζω «τακτοποιώ, διευθετώ»] … Dictionary of Greek
προκαταρτίζω — ΝΑ καταρτίζω, ετοιμάζω εκ τών προτέρων («έχει ήδη προκαταρτίσει τον κανονισμό) αρχ. διευθετώ, συμπληρώνω εκ τών προτέρων («ἵνα προκαταρτίσωσι τὴν προκατηγγελμένην εὐλογίαν ὑμῶν», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταρτίζω «ετοιμάζω, διευθετώ»] … Dictionary of Greek
προσυντίθεμαι — Α 1. συμφωνώ για κάτι εκ τών προτέρων 2. διευθετώ, κανονίζω κάτι εκ τών προτέρων 3. συνάπτω φιλία ή γνωριμία με κάποιον προηγουμένως («προσυντίθεμαι φιλίαν τινὶ ἐπὶ τοῑς αὐτοῑς», Δίων Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συντίθεμαι «διευθετώ, συνάπτω… … Dictionary of Greek